Η υποτακτική δεν εμφανίζεται στους μελλοντικούς χρόνους:
Ενεστώτας | να γράφ-ω | |
Παρατατικός | να έγραφ-α | |
Μέλλοντας εξ. | ||
Αόριστος | να γράψ-ω | να έγραψ-α |
Μέλλοντας στ. | ||
Παρακείμενος | να έχω γράψ-ει | |
Υπερσυντέλικος | να είχα γράψ-ει | |
Συντελεσμένος Μέλ. |
Η υποτακτική φανερώνει κυρίως: α) το ενδεχόμενο
(παρ. α) και β) το
επιθυμητό (παρ. β).
Μέσα στο λόγο όμως παίρνει κι άλλες σημασίες.
Έτσι φανερώνει:
-
προτροπή και λέγεται προτρεπτική υποτακτική (παρ. γ) ,
-
παραχώρηση και λέγεται παραχαρωτική υποτακτική (παρ. δ)
-
ευχή και λέγεται ευχετική υποτακτική (παρ. ε). Συνοδεύεται από τις λέξεις: άμποτε, είθε, μακάρι να, ας
-
το δυνατό και λέγεται δυνητική υποτακτική (παρ. στ)
-
απορία και λέγεται απορηματική υποτακτική (παρ. ζ)
-
το πιθανό και λέγεται πιθανολογική υποτακτική (παρ. η)
-
προσταγή ή απαγόρευση και λέγεται προστακτική ή απαγορευτική υποτακτική (παρ. θ)
Παραδείγματα
|
η υποτακτική
φανερώνει
|
|
α)
|
Αν βρω
λίγο χρόνο, θα ζωγραφίσω.
|
το ενδεχόμενο
|
β)
|
Ας γίνω πρώτα καλά, και
ύστερα βλέπουμε.
|
το επιθυμητό
|
γ)
|
Εδώ ας σταθώ κι ας
ξαποστάσω.
|
προτροπή
|
δ)
|
Ας έρθει κι αυτός, αφού το
θέλει.
|
παραχώρηση
|
ε)
|
Ας πάει στο καλό.
|
ευχή
|
στ)
|
Τότε να δεις τι αξίζω.
|
το δυνατό
|
ζ)
|
Να το πω; Να μην το πω;
Τι να κάνω;
|
απορία
|
η)
|
Και να έρθει και να μην
έρθει, εγώ θα πάω.
|
το πιθανό
|
θ)
|
Να μη μου ξαναμιλήσεις.
|
προσταγή
|
Η υποτακτική είναι έγκλιση των προτάσεων κρίσεως
και έχει άρνηση μη(ν) (παρ. ζ).
Τα
παραδείγματα είναι παρμένα από το Συντακτικό της Νέας Ελληνικής,
ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1996, κα' έκδοση.
(υλικό από τη διαδικτυακή πύλη http://users.sch.gr/ipap/index.htm)
Για να δούμε τώρα πώς θα σχηματίσουμε πιο συγκεκριμένα την Υποτακτική της Παθητικής Φωνής που βρήκαμε και τους αντίστοιχους τύπους στο κείμενό μας σήμερα. (το υλικό με τους πίνακες είναι από την ιστοσελίδα του ψηφιακού σχολείου και πιο συγκεκριμένα από το διαδραστικό βιβλίο της Γραμματικής, η ηλεκτρονική διεύθυνση είναι αυτή).
Παθητική φωνή Α' συζυγίας
λύνομαι
λύνομαι
Χρόνοι |
Εγκλίσεις
|
||
Οριστική
|
Υποτακτική(να, όταν κτλ.)
|
Προστακτική
|
|
Ενεστώτας | λύνομαι λύνεσαι λύνεται λυνόμαστε λύνεστε/-όσαστε λύνονται |
να λύνομαι να λύνεσαι να λύνεται να λυνόμαστε να λύνεστε/-όσαστε να λύνονται |
(λύνου) (λύνεστε) |
Παρατατικός | λυνόμουν(α) λυνόσουν(α) λυνόταν(ε) λυνόμασταν/-τε λυνόσασταν/-τε λύνονταν/λυνόντουσαν |
||
Αόριστος | λύθηκα λύθηκες λύθηκε λυθήκαμε λυθήκατε λύθηκαν/λυθήκαν(ε) |
να λυθώ να λυθείς να λυθεί να λυθούμε να λυθείτε να λυθούν(ε) |
λύσου λυθείτε |
Εξακολουθητικός Μέλλοντας |
θα λύνομαι θα λύνεσαι θα λύνεται θα λυνόμαστε θα λύνεστε/-όσαστε θα λύνονται |
||
Συνοπτικός Μέλλοντας | θα λυθώ θα λυθείς θα λυθεί θα λυθούμε θα λυθείτε θα λυθούν(ε) |
απαρέμφατο αορίστου: λυθεί
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
|
|
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) |
|
Συντελεσμένος
Μέλλοντας |
θα έχω λυθεί θα έχεις λυθεί θα έχει λυθεί θα έχουμε λυθεί θα έχετε λυθεί θα έχουν(ε) λυθεί (ή: θα είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.) |
|
Παρακείμενος
|
έχω λυθεί έχεις λυθεί κτλ. (ή: είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.) |
να έχω λυθεί κτλ. (ή: να είμαι λυμένος, -η, -ο κτλ.) |
Υπερσυντέλικος | είχα λυθεί, είχες λυθεί κτλ. (ή: ήμουν λυμένος, -η, -ο κτλ.) |
μετοχή παρακειμένου: λυμένος, -η, -ο
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να λυνόμουν(α), να λύθηκα, να είχα λυθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής λυνόμουν(α), λύθηκα, είχα λυθεί.
Σύμφωνα με το λύνω – λύνομαι κλίνονται τα ρήματα: απλώνω, δένω, διορθώνω, ενώνω, θαμπώνω, ιδρύω, λιώνω, ντύνω, οργώνω, παίζω, πληρώνω, φορτώνω, σηκώνω, χάνω, ψήνω κ.ά.
Α´ τάξη Β' συζυγίας. Παθητική φωνή
χτυπιέμαι
χτυπιέμαι
Χρόνοι |
Εγκλίσεις
|
||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) |
Προστακτική | |
Ενεστώτας
|
χτυπιέμαι χτυπιέσαι χτυπιέται χτυπιόμαστε χτυπιέστε/-ιόσαστε χτυπιούνται/-ιόνται |
να χτυπιέμαι να χτυπιέσαι να χτυπιέται να χτυπιόμαστε να χτυπιέστε/-ιόσαστε να χτυπιούνται/-ιόνται |
|
Παρατατικός
|
χτυπιόμουν(α) χτυπιόσουν(α) χτυπιόταν(ε) χτυπιόμασταν/-τε χτυπιόσασταν/-τε χτυπιόνταν(ε)/ -ιόντουσαν/χτυπιούνταν(ε) |
||
Αόριστος
|
χτυπήθηκα χτυπήθηκες χτυπήθηκε χτυπηθήκαμε χτυπήθηκατε χτυπήθηκαν/χτυπηθήκαν(ε) |
να χτυπηθώ να χτυπηθείς να χτυπηθεί να χτυπηθούμε να χτυπηθείτε να χτυπηθούν(ε) |
χτυπήσου χτυπηθείτε |
Εξακολουθητικός
Μέλλοντας |
θα χτυπιέμαι θα χτυπιέσαι θα χτυπιέται θα χτυπιόμαστε θα χτυπιέστε/-ιόσαστε θα χτυπιούνται/-ιόνται |
απαρέμφατο αορίστου: χτυπηθεί
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
|
|
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.)
|
|
Εξακολουθητικός Μέλλοντας |
θα χτυπηθώ θα χτυπηθείς θα χτυπηθεί θα χτυπηθούμε θα χτυπηθείτε θα χτυπηθούν(ε) |
|
Συνοπτικός Μέλοντας
|
θα έχω χτυπηθεί θα έχεις χτυπηθεί θα έχει χτυπηθεί θα έχουμε χτυπηθεί θα έχετε χτυπηθεί θα έχουν(ε) χτυπηθεί (ή: θα είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.) |
|
Παρακείμενος
|
έχω χτυπηθεί έχεις χτυπηθεί κτλ. (ή: είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.) |
να έχω χτυπηθεί να έχεις χτυπηθεί κτλ. (ή: να είμαι χτυπημένος, -η, -ο κτλ.) |
Υπερσυντέλικος
|
είχα χτυπηθεί, είχες χτυπηθεί κτλ. (ή: ήμουν χτυπημένος, -η, -ο κτλ.) |
μετοχή παρακειμένου: χτυπημένος, -η, -ο
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να χτυπιόμουν(α), να χτυπήθηκα, να είχα χτυπηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής χτυπιόμουν(α), χτυπήθηκα, είχα χτυπηθεί.
Σύμφωνα με το χτυπώ – χτυπιέμαι κλίνονται και τα ρήματα: αγαπώ, ρωτώ, γελώ, κρατώ κ.ά.
Η κλίση της α΄ συζυγίας διαφέρει από εκείνη της
β΄ συζυγίας μόνο στον ενεστώτα και παρατατικό της ενεργητικής και της
παθητικής φωνής.
Β´ τάξη Β' συζυγίας. Παθητική φωνή
θεωρούμαι
θεωρούμαι
Χρόνοι |
Εγκλίσεις
|
||
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) |
Προστακτική
|
|
Ενεστώτας | θεωρούμαι θεωρείσαι θεωρείται θεωρούμαστε θεωρείστε θεωρούνται |
να θεωρούμαι να θεωρείσαι να θεωρείται να θεωρούμαστε να θεωρείστε να θεωρούνται |
|
Παρατατικός | θεωρούμουν θεωρούσουν θεωρούνταν(ε) θεωρούμασταν/-τε θεωρούσασταν/-τε θεωρούνταν(ε) |
||
Αόριστος
|
θεωρήθηκα θεωρήθηκες θεωρήθηκε θεωρηθήκαμε θεωρηθήκατε θεωρήθηκαν/ θεωρηθήκαν(ε) |
να θεωρηθώ να θεωρηθείς να θεωρηθεί να θεωρηθούμε να θεωρηθείτε να θεωρηθούν(ε) |
θεωρήσου θεωρηθείτε |
Εξακολουθητικός Μέλλοντας |
θα θεωρούμαι θα θεωρείσαι θα θεωρείται θα θεωρούμαστε θα θεωρείστε θα θεωρούνται |
||
Συνοπτικός
Μέλλοντας |
θα θεωρηθώ θα θεωρηθείς θα θεωρηθεί θα θεωρηθούμε θα θεωρηθείτε θα θεωρηθούν(ε) |
απαρέμφατο αορίστου: θεωρηθεί
μετοχή ενεστώτα: θεωρούμενος, -η, -ο
Χρόνοι
|
Εγκλίσεις
|
|
Οριστική
|
Υποτακτική
(να, όταν κτλ.) |
|
ΣυντελεσμένοςΜέλλοντας
|
θα έχω θεωρηθεί θα έχεις θεωρηθεί θα έχει θεωρηθεί θα έχουμε θεωρηθεί θα έχετε θεωρηθεί θα έχουν(ε) θεωρηθεί (ή: θα είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.) |
|
Παρακείμενος
|
έχω θεωρηθεί έχεις θεωρηθεί έχει θεωρηθεί κτλ. (ή: είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.) |
να έχω θεωρηθεί κτλ. (ή: να είμαι θεωρημένος, -η, -ο κτλ.) |
Υπερσυντέλικος | είχα θεωρηθεί, είχες θεωρηθεί είχε θεωρηθεί κτλ. (ή: ήμουν θεωρημένος, -η, -ο κτλ.) |
μετοχή παρακειμένου: θεωρημένος, -η, -ο
Στην υποτακτική συναντώνται επίσης οι τύποι να θεωρούμουν, να θεωρήθηκα, να είχα θεωρηθεί, που κλίνονται όπως οι τύποι της οριστικής θεωρούμουν, θεωρήθηκα, είχα θεωρηθεί.
Σύμφωνα με το θεωρώ – θεωρούμαι κλίνονται τα ρήματα: αδικώ, επαινώ, κινώ, μισώ, πληροφορώ, στερώ κ.ά.